Κατάγομαι από αυτό το χωριό, το Ροδοχώρι, όπως και ο άντρας μου, Παναγιώτης Γεωργιάδης. Γεννήθηκα εδώ, έζησα στη Νάουσα για αρκετά χρόνια μέχρι που πέρασα στο πανεπιστήμιο. Οι γονείς μου ήταν αγρότες και μου άρεσε πολύ να πηγαίνω στα κτήματα και να ασχολούμαι με τη γη. Στο σχολείο ήμουν μία πολύ καλή μαθήτρια, το όνειρό μου, όμως, ήταν να γίνω γεωπόνος, επάγγελμα που θεωρείτο απαξιωτικό εκείνη την εποχή∙ πόσο μάλλον για μία γυναίκα! Πέρασα, εν τέλει, στη γεωπονική, γιατί ήταν κάτι που το ήθελα. Ακολούθησε η πρακτική στο Ινστιτούτο Φυλλοβόλων Δέντρων. Μετά προκηρύχθηκε μία θέση στο διεπαγγελματικό της Νάουσας, την πρώτη διεπαγγελματική οργάνωση που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα, η οποία τότε αναζητούσε γεωπόνο που να ξέρει από αμπέλια. Εγώ είχα κάνει αμπελουργία στο πανεπιστήμιο, αλλά δεν είχα γνώσεις αμπελουργίας. Έδωσα εξετάσεις, πέρασα και ουσιαστικά από το 1989 άρχισα να ασχολούμαι με τα αμπέλια. Έκανα αρκετές εκπαιδεύσεις, ένα εξάμηνο στην Αθήνα, μεταπτυχιακό στην αμπελουργία στην Ανώτατη Σχολή Αμπελουργίας στο Μονπελιέ και στο Μπορντώ. Επιστροφή στη Νάουσα και στη Vitro, μια εταιρεία-εξειδικευμένο φυτώριο, που ασχολείτο και ασχολείται με την παραγωγή και εμπορία πολλαπλασιαστικού υλικού. Εγώ ασχολήθηκα με την κλωνική επιλογή των ελληνικών ποικιλιών. Επισκεπτόμουν διάφορες περιοχές, έβλεπα τα αμπέλια και συγκέντρωνα υλικό για τις ποικιλίες. Τότε ήταν που αποφάσισα να γράψω ένα βιβλίο για τις ελληνικές ποικιλίες. Η εργασία μου στη Vitro ήταν μια αρκετά εύκολη δουλειά, πήρα την απόφαση, όμως, να αποχωρήσω και να γίνω ελεύθερος επαγγελματίας. Έτσι ξεκίνησα με διάφορους μικρούς παραγωγούς, όπως με το Θωμά Λίγα. Μετά συνεργάστηκα με το Κατώγι Αβέρωφ στο Μέτσοβο σαν υπεύθυνη των αμπελώνων. Κατέληξα στον Κυρ-Γιάννη, γιατί είχα κουραστεί με τις μακρινές αποστάσεις. Είμαι υπεύθυνη των αμπελώνων του Κυρ-Γιάννη στο Γιαννακοχώρι και στο Αμύνταιο.

Τελευταία ανέλαβα ένα ωραίο project στη Μήλο με εγκατάσταση αμπελώνων σε εδάφη που προέρχονται από εγκαταλελειμμένα ορυχεία. Η εταιρεία με την οποία είχα ξεκινήσει πουλήθηκε σε μια γαλλική, η οποία βλέπει με καλό μάτι το αμπέλι που εγκαταστήσαμε, αλλά δεν θέλει να προχωρήσει στην κατασκευή οινοποιείου. Φέτος είχαμε τα πρώτα δείγματα (2015). Είναι πάρα πολύ δύσκολο εγχείρημα, γιατί ο αμπελώνας είναι στο βορρά και, όπως ξέρετε, στις Κυκλάδες φυσάει∙ μέχρι και χαλάζι μας πέτυχε! Τώρα προβληματίζομαι, αν θα κάνω κάποια δοκιμαστικά, για να σηκώσω τους κορμούς, που είχαν χτυπηθεί από το χαλάζι. Οι κληματίδες είναι πληγωμένες, οπότε καταλαβαίνετε.

Από πού προέρχεται το όνομα του οινοποιείου σας;

Αργατία σημαίνει συνεργασία, είναι μία έννοια που αναφέρεται στον Πόντο, γιατί σε εκείνα τα μέρη η αργατία ήταν θεσμός. Το Ροδοχώρι είναι ένα ποντιακό χωριό που δημιουργήθηκε το 1922, μετά τη μικρασιατική καταστροφή και την έλευση προσφύγων από τον Πόντο. Δεν υπήρχε οργανωμένος οικισμός εδώ, ήταν δάσος. Έγινε μία αναδάσωση και ουσιαστικά οι δικοί μας παππούδες με την εγκατάστασή τους δημιούργησαν το χωριό. Εις ανάμνηση της μακρινής τους πατρίδας ονομάστηκε Ροδοχώρι, γιατί όλοι κατάγονταν από την εκκλησιαστική επαρχία Ροδόπολης στον Πόντο, από διαφορετικά μεν χωριά αλλά από την ίδια επαρχία. Γενικά τα χωριά γύρω μας είναι ποντιακά. Στο Γιαννακοχώρι οι μισοί είναι Πόντιοι, όπως και στη Μαρίνα αλλά και στα υπόλοιπα χωριά είναι μισοί μισοί οι κάτοικοι. Τα χωριά από τα οποία προέρχονταν οι κάτοικοι ήταν ορεινά και ασχολούνταν κατεξοχήν με την κτηνοτροφία και την καλλιέργεια φασολιών και καλαμποκιών. Όταν ήρθαν, λοιπόν, στο Ροδοχώρι επιδόθηκαν στις ίδιες καλλιέργειες.


Το αμπέλι πως προέκυψε;

Το χωριό δεν έχει αμπέλια. Οι πρώτοι που βάλαμε αμπέλια ήμασταν εμείς. Μετά έβαλε και ένας γείτονας. Έχουμε 20 στρέμματα κι έναν ακόμη αμπελώνα, όπου εφαρμόζω πειραματικές καλλιεργητικές μεθόδους. Τα αμπέλια μας βρίσκονται σε δύο περιοχές στην Κράσνα Ροδοχωρίου στα 270μ. και στη Λάκκα Γιαννακοχώρι, στα 260μ. υψόμετρο, ενώ το οινοποιείο βρίσκεται στα 540μ. υψόμετρο. Οι ποικιλίες που ευδοκιμούν είναι το Ξινόμαυρο, το οποίο τρυγάμε μετά τις 15 Οκτωβρίου. Τα αμπέλια τα καλλιεργούμε βιολογικά και ελεγχόμαστε από τη ΔΗΩ. Δεν πήραμε επιδοτήσεις, δεν ενταχθήκαμε ποτέ σε κάποιο πρόγραμμα. Κάνουμε για τον εαυτό μας πρώτα απ' όλα. Μας ρωτούν, γιατί πληρώνετε; «Γιατί μπορεί να ζητηθεί η βιολογική μας πιστοποίηση», τους απαντάμε.

Την περίοδο που δούλευα στη Vitro άρχισα να ταξιδεύω πάρα πολύ. Έφευγα στις τέσσερις το πρωί από το χωριό, να πάω στο αεροδρόμιο, για να ταξιδέψω σε ένα νησί, με σκοπό να πάρω δείγματα για την κλωνική επιλογή. Καθόμουν μια μέρα και επέστρεφα την επόμενη. Και αν είχε καθυστέρηση το αεροπλάνο, έπρεπε να περνάω ατελείωτες ώρες στα αεροδρόμια. Αυτό γινόταν πολύ συχνά. Κάποια στιγμή κουράστηκα. Ο άντρας μου ήταν τότε διευθυντής στους «Δρόμους του Κρασιού» και αυτός είχε, επίσης, κουραστεί μετά από χρόνια στο διεπαγγελματικό και στις συλλογικές δράσεις. Έτσι αποφασίσαμε να μαζευτούμε λίγο στο χωριό. Θεωρούσαμε ότι και για τα παιδιά μας ήτανε καλό να μεγαλώσουν σε ένα πιο υγιές περιβάλλον. Αγαπάμε  τον τόπο μας, θέλαμε να προσφέρουμε σε αυτόν. Και επειδή και οι δύο αγαπούσαμε το Ξινόμαυρο, αποφασίσαμε να το καλλιεργήσουμε. Θέλαμε να πούμε στον κόσμο ότι το Ξινόμαυρο, μπορεί να δώσει και κάτι άλλο. Γιατί τότε που φυτεύαμε εμείς την ποικιλία, δεν υπήρχε ενδιαφέρον γι’ αυτή. Το Ξινόμαυρο έκανε ένα πολύ μεγάλο μπαμ γύρω στο ’90 με ’95 με τη δουλειά του διεπαγγελματικού. Τότε άρχισε να αναγνωρίζεται και να πωλείται καλύτερα. Σκεφτείτε ότι ο Μπουτάρης πουλούσε 2 εκ. φιάλες Νάουσα.

 

Πότε ιδρύσατε το οινοποείο;

Μαζευτήκαμε, λοιπόν, στο Ροδοχώρι και το 2000 φτιάξαμε το οινοποιείο μας, ένα μοντέρνο μικρό οικογενειακό οινοποιείο εναρμονισμένο με το περιβάλλον. Το φτιάξαμε για να περνάμε πρώτα εμείς καλά, γιατί αυτός ο χώρος σου δίνει τη δυνατότητα να έρχεσαι σε επαφή με πολύ κόσμο. Οι περισσότεροι έρχονται  με καλή διάθεση, γίνονται ωραίες συζητήσεις, ακούς διαφορετικές απόψεις. Δημιουργήσαμε και την ομάδα «Φίλοι του Ξινόμαυρου». Είναι μια πρωτοβουλία πολύ σημαντική για μας, γιατί έρχονται τα μέλη και συμμετέχουν στις αμπελουργικές δουλειές. Είναι ωραία δραστηριότητα για όσους θέλουν να μάθουν πως γίνεται το κρασί και να συμμετάσχουν σε κάποιες φάσεις της παραγωγής. Ταυτόχρονα εκδίδουμε την εφημερίδα «Αργατία».

Συνεργάζεστε με αμπελουργούς;

Θα μπορούσα, αλλά δύσκολα κάνουν αυτό  που θέλω εγώ. Θέλω να υπάρχει στρεμματική απόδοση 600 με 700 κιλά στο στρέμμα. Με την τιμή που θα δώσω στον αμπελουργό, ο άλλος δεν μπορεί να το κάνει. Και μάλιστα για βιολογικό. Είμαι υπεύθυνη των αμπελώνων τον Κυρ-Γιάννη. Αν μπείτε στα αμπέλια του Κυρ-Γιάννη και περπατήσετε το έδαφος θα δείτε πως είναι ζωντανό. Ο Κυρ-Γιάννης ακολουθεί την ολοκληρωμένη διαχείριση και είναι συνεπής, γιατί είμαι εγώ εκεί, που προσέχω και δίνω κατευθύνσεις για να γίνουν τα αμπέλια, όπως πρέπει να γίνουν. Παρότι τα αμπέλια είναι τόσο χρονών και έχουν προβλήματα, βλέπεις κυκλάμινα παντού, βλέπεις τριανταφυλλιές, βλέπεις έντομα, είναι ένα ζωντανό περιβάλλον.

Μιλήστε μας για τις οινοποιητικές σας τεχνικές.

Ξεκινάμε τον τρύγο μετά τις 20 Αυγούστου με τη Μαλαγουζιά, η οποία είναι πιο πρώιμη ποικιλία. Συνεχίζουμε με το Ασσύρτικο και το Αθήρι. Μετά μαζεύουμε τη Μαυροδάφνη, τη Νεγκόσκα και τελειώνουμε με το Ξινόμαυρο από τις 25 Σεπτέμβρη έως τις 15 Οκτώβρη. Αν και είναι αρκετές οι ποικιλίες, οινοποιούμε μόνο τρία κρασιά και αυτά θα συνεχίσουμε να παράγουμε. Ένα είναι το 100% Ξινόμαυρο, το άλλο ένα χαρμάνι Ξινόμαυρο, Νεγκόσκα και Μαυροδάφνη∙ και το λευκό Ασσύρτικο Μαλαγουζιά και Αθήρι. Το Ξινόμαυρο είναι 70% από κλώνους του ίδιου του φυτού, (γιατί ασχολήθηκα πολύ με την κλωνική επιλογή) και 30% από εμβολισμό. Από τις 15 Αυγούστου και μετά, επειδή είμαστε ψηλά, πέφτει η θερμοκρασία. Τα σταφύλια έξω είναι στους 15 έως 16 βαθμούς. Πέφτουν στη δεξαμενή, που την έχουμε στους 7-8 βαθμούς και ξεκινάμε τη διαδικασία οινοποίησης. Στα λευκά κάνουμε προζυμωτική μόνο στο Ασσύρτικο και στο Αθήρι∙ δεν κάνουμε στη Μαλαγουζιά, γιατί δίνει πολύ βαριά αρώματα. Τη Μαλαγουζιά την πατάμε στο πνευματικό πιεστήριο και την οδηγούμε στη δεξαμενή, όπου πέφτει ο χυμός από το Ασσύρτικο και το Αθήρι.

Στα κόκκινα κάνουμε προζυμωτική εκχύλιση για τρεις έως τέσσερις ημέρες, για να πάρουμε το χρώμα που βρίσκεται στο φλοιό (skin contact) και να μην αναγκαστούμε να το αφήσουμε για πολύ χρόνο.

Χρησιμοποιούμε αμερικανικά και γαλλικά βαρέλια 50/50. Μέχρι τώρα χρησιμοποιούσαμε βαρέλια 225 λίτρων, αν και τώρα τελευταία αποκτήσαμε ένα βαρέλι 500λίτρων, γιατί νομίζουμε ότι ταιριάζει καλύτερα στο Ξινόμαυρο. Έχουν αλλάξει άλλωστε και οι συνήθειες των καταναλωτών∙ προτιμούν κρασιά με λιγότερο βαρέλι, που έχουν τα αρώματα της βανίλιας, της σοκολάτας ή του καπνού.

Στο σημείο αυτό η κ. Σπινθηροπούλου μας δίνει να δοκιμάσουμε το blend  Ξινόμαυρο, Νεγκόσκα και Μαυροδάφνη. Και συνεχίζει…

Είναι ένα ελαφρύ κρασί, πίνεται πολύ εύκολα το καλοκαίρι, γιατί έχει μια πολύ καλή οξύτητα. Παράγουμε μόλις 2.000 φιάλες από σταφύλια της περιοχής. Το Ξινόμαυρο είναι το κρασί της περιοχής αλλά εγώ πιστεύω περισσότερο στο λευκό. Θέλουμε να το βελτιώσουμε, γιατί όσο παλαιώνει, τόσο καλύτερο γίνεται. Ο κόσμος, βέβαια, θέλει να το πίνει εκείνη τη χρονιά. Θέλαμε να φτιάξουμε ένα κρασί λίγο διαφορετικό∙ να μην είναι η κλασσική Νάουσα. Οπότε κάναμε και τις ετικέτες λίγο πιο μοντέρνες

 

Ποια θεωρείται η πιο καλή σας επαγγελματική στιγμή;

Νομίζω ότι ήταν τα χρόνια του Διεπαγγελματικού Συνδέσμου Οίνων Ο.Π.Α.Π στη Νάουσα. Ήτανε πραγματικά χρόνια δημιουργίας, βέβαια ήμουν και πιο νέα. Αλλά ήταν εξαιρετική συγκυρία για τη Νάουσα. Ήταν η πρώτη φορά που οι οινοποιοί συνεργάζονταν και έγιναν πολύ σημαντικά πράγματα. Το ότι η Νάουσα σήμερα αριθμεί 18 οινοποιεία σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό οφείλεται στο Διεπαγγελματικό Σύνδεσμο. Είμαι περήφανη, γιατί συνέβαλα και εγώ σε αυτό και ήταν από τις πιο ωραίες στιγμές που έζησα. Γινόταν πολύ σημαντική δουλειά στα αμπέλια. Γυρίζαμε συνέχεια, δίναμε συμβουλές στους αμπελουργούς για τη φυτοπροστασία, πως να καλλιεργούν. Θυμάμαι για περίπου τρία χρόνια, μία περίοδο 2-3 μηνών, κάθε βράδυ συναντιόνταν αμπελουργοί και στελέχη επιχειρήσεων και κάναμε σεμινάρια. Ήταν απίστευτη η απήχηση στον κόσμο και η συμμετοχή όλων. Την τρίτη χρονιά οι αμπελουργοί οργάνωσαν ένα ταξίδι στην Ιταλία και στη Γαλλία. Εγώ εκείνη την περίοδο ήμουν έγκυος και δεν μπορούσα να πάω, πήγε βέβαια ο σύζυγος μου ο Παναγιώτης, αλλά θυμάμαι τους αμπελουργούς που έλεγαν: «Νά ’σαι καλά, βρε Παναγιώτη, γιατί εμείς που θα βλέπαμε τέτοια αμπέλια!». Πρέπει όλοι να δίνουν και να παίρνουν, για να πάει κάτι μπροστά. Κέρδισαν όλοι από αυτές τις γνώσεις∙ έμαθα πολλά πράγματα κοντά στους αμπελουργούς αλλά και εγώ με τη σειρά μου βοήθησα πολλούς. Η Νάουσα έφτασε σε ένα επίπεδο υψηλό, παράδειγμα σε όλη την Ελλάδα.

Μιλήστε μας για τις εκπαιδευτικές σας δραστηριότητες.

Εκπαιδεύω τους αμπελουργούς της εταιρείας Κυρ-Γιάννη κυρίως στο Αμύνταιο, που υπάρχουν πολλοί εξωτερικοί συνεργάτες, τουλάχιστον μία φορά το χρόνο. Στόχος μας είναι να δημιουργήσουμε και μία βιβλιοθήκη εδώ στο οινοποιείο. Διαθέτουμε αρκετά βιβλία, ώστε να έρχονται εδώ οι φοιτητές και να μελετούν. Θα σας πω ένα παράδειγμα:  Μία φοιτήτρια ήρθε μόνη της στο οινοποιείο μας. Ήταν από τα λίγα παιδιά που ήρθε χωρίς να κάνει πρακτική σε εμάς, απλά για να συμμετάσχει στη διαδικασία του τρύγου. Πραγματικά με εντυπωσίασε το κορίτσι αυτό. Ήταν ακούραστο, δεν την ενοχλούσε ο ήλιος, δούλευε εντατικά. Ήταν πολύ καλή. Για τις γυναίκες, ξέρετε, είναι πολύ δύσκολο να δουλεύεις στον αγρό. Έχεις πολλά να παλέψεις, αλλά εάν το έχεις, το έχεις. 

Με ποιο φαγητό θα  συνδυάζαμε το κόκκινο κρασί του οινοποιείου;

Το πολυποικιλιακό κρασί με Ξινόμαυρο, Νεγκόσκα και Μαυροδάφνη συνδυάζεται με ένα πιάτο μακαρόνια με κόκκινη σάλτσα ή με μανιτάρια. Άλλη επιλογή είναι ο κόκορας με χωριάτικες χυλοπίτες.